σύζευγμα
Смотреть что такое "σύζευγμα" в других словарях:
σύζευγμα — το, Ν [συζευγνύω] το αποτέλεσμα τού συζευγνύω, συνένωση δύο ή περισσότερων πραγμάτων … Dictionary of Greek
σύζευγμα — το, Ν [συζευγνύω] το αποτέλεσμα τού συζευγνύω, συνένωση δύο ή περισσότερων πραγμάτων … Dictionary of Greek